στεφάνη — anything that surrounds fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνῃ — στεφάνη anything that surrounds fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
στεφάνη — η 1. ό,τι περιβάλλει κάτι, το στεφάνι: Έσφιξε τη στεφάνη του βαρελιού. 2. μέρος του άνθους. 3. χείλος δοχείου. 4. τμήμα του δοντιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεφάναι — στεφάνη anything that surrounds fem nom/voc pl στεφάνᾱͅ , στεφάνη anything that surrounds fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανῶν — στεφάνη anything that surrounds fem gen pl στεφανόω to be put round in a circle pres part act masc voc sg (doric aeolic) στεφανόω to be put round in a circle pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στεφανόω to be put round in a circle… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάναις — στεφάνη anything that surrounds fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνην — στεφάνη anything that surrounds fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνης — στεφάνη anything that surrounds fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνῃσι — στεφάνη anything that surrounds fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek